- Αυστραλία, Δυτική
- (Western Australia). Ομόσπονδη πολιτεία της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας που περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή Δ του 129ου μεσημβρινού και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση (2.525.500 τ. χλμ.) αλλά η λιγότερο πυκνοκατοικημένη (918.805 κάτ. το 2001, 1 κάτ. ανά τ. χλμ.) της χώρας. Χωρισμένη από την υπόλοιπη ήπειρο από μια πλατιά ζώνη ερήμων (Μεγάλη Αμμώδης Έρημος, Έρημος Γκίμπσον, Μεγάλη Έρημος Βικτορία) στα Α, η Δ.A. περιβάλλεται στις άλλες πλευρές της από τον Ινδικό ωκεανό, τον οποίο αντικρίζει από διάφορα ανάγλυφα, όπως το υψίπεδο του Κίμπερλεϊ στα Β, η οροσειρά των Χάμερσλεϊ στα ΒΔ και των Στέρλινγκ στα ΝΔ, που παρά το μέτριο ύψος τους (το μεγαλύτερο υψόμετρο είναι του όρους Μπρους: 1.227 μ.) δίνουν στην περιοχή μια όψη εξαιρετικά κλειστή και απομονωμένη. Το κλίμα είναι σχεδόν παντού πολύ ξηρό, πράγμα που εμποδίζει τη δυνατότητα γεωργικής εκμετάλλευσης και ανάπτυξης κτηνοτροφίας σχεδόν σε ολόκληρη την περιοχή. Στο πιο υγρό σχετικά Κίμπερλεϊ καλλιεργούνται ρύζι και τροπικά προϊόντα, όπως το ζαχαροκάλαμο, και στην παράκτια ζώνη δημητριακά και οπωροφόρα· αλλού, όπου οι κλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν, υπάρχει και κτηνοτροφία. Ο μεγάλος όμως πλούτος της Δ.Α. προέρχεται από τον χρυσό (ιδιαίτερα πλούσια είναι τα κοιτάσματα του Κάλγκουρλι και του Κούλγκαρντι) και άλλα ορυκτά: βωξίτη, σίδηρο, άνθρακα, αμίαντο, μαγγάνιο, πετρέλαιο και κασσίτερο. Η μόνη εκβιομηχανισμένη περιοχή της Πολιτείας είναι η νοτιοδυτική, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Περθ (1.221.300 κάτ. το 1993). Ιδρύθηκε το 1829 ως αποικία καταδίκων και στρατιωτική βάση και είναι χτισμένη στον μυχό μιας λιμνοθάλασσας που συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα μέσω ενός καναλιού, στην άκρη του οποίου βρίσκεται το λιμάνι Φρίμαντλ, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.
Dictionary of Greek. 2013.